ἀρτήρ,-ῆρος

ἀρτήρ,-ῆρος
N 3 0-0-0-1-0=1 Neh 4,11
that by which anything is carried, a device for carrying building material

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρτήρ — ἀρτήρ ( ῆρος), ο (Α) 1. είδος υποδημάτων 2. οποιαδήποτε διάταξη με την οποία μπορεί να ανυψωθεί ένα βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αρτήρ ανάλογα με την ονομασία της έχει και διαφορετική προέλευση. Με τη σημασία «είδος παπουτσιών» μπορεί να θεωρηθεί ότι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”